σοφωτέρου

σοφωτέρου
σοφός
skilled in any handicraft
masc/neut gen comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νόμιμος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ νόμιμος, ίμη, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά τους νομικούς θεσμούς, έννομος, σύμφωνος με τον νόμο (α. «νόμιμος γάμος» β. «νόμιμοι ἔρωτες», Γοργ.) 2. αυτός που τηρεί τους νόμους («νόμιμος καὶ κόσμιος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”